Ελαττωματικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: ελαττωματικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
недосконалий, неправильний, ушкоджений, дефектний, хибний, пошкоджений, дефектну, несправний, дефектна
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελαττωματικός
ελαττωματικόσ κάδοσ bucket, ελαττωματικός στα αγγλικά, ελαττωματικός κάδος, ελαττωματικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ελαττωματικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ελαστικός στα ουκρανικά - поступливість, піддатливість, юристи, люїзит, податливість, еластичний
- ελαστικότητα στα ουκρανικά - еластичність, еластичності
- ελαττώνομαι στα ουκρανικά - палички, спад, убуток, зменшення, збиток
- ελαττώνω στα ουκρανικά - наймачі, червоношкірий, лють, гнів, лютість, ярость
Τυχαίες λέξεις
Ελαττωματικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: недосконалий, неправильний, ушкоджений, дефектний, хибний, пошкоджений, дефектну, несправний, дефектна
Μεταφράσεις: недосконалий, неправильний, ушкоджений, дефектний, хибний, пошкоджений, дефектну, несправний, дефектна