Юрбитися στα ελληνικά
Μετάφραση: юрбитися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σμήνος, πλήθος, σμάρι, κοσμοσυρροή, throng, άλλο πλήθος, λάου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- астматичний στα ελληνικά - ασθματικός, ασθματικών, ασθματική, ασθματικά, ασθματικούς
- відсортувати στα ελληνικά - τακτοποιώ, ξεδιαλέγω, είδος, τύπος, συναναστρέφομαι, ταξινομώ, Ταξινόμηση, ...
- каліка στα ελληνικά - ανάπηρος, κολοβώνω, ακρωτηριάσουν, ακρωτηριάσει, παραλύσει, να ακρωτηριάσουν
- кофточка στα ελληνικά - μπλούζα, koftochka
Τυχαίες λέξεις
Юрбитися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σμήνος, πλήθος, σμάρι, κοσμοσυρροή, throng, άλλο πλήθος, λάου
Μεταφράσεις: σμήνος, πλήθος, σμάρι, κοσμοσυρροή, throng, άλλο πλήθος, λάου