Λέξη: τέσσερις

Σχετικές λέξεις: τέσσερις

τέσσερις πήγε, τέσσερις συλληφθέντες της ν. φιλαδέλφειας, τέσσερις εποχές, τέσσερις ή τέσσερεις, τέσσερις στίχοι, τέσσερις πρωτεύουσες της αρχαίας περσικής αυτοκρατορίας, τέσσερις εποχές και μια συγγνώμη, τέσσερις στρατηγοί, τέσσερις τροχοί, τέσσερις μύγες σε πράσινο βελούδο

Μεταφράσεις: τέσσερις

τέσσερις στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
four, four a.m., four o'clock

τέσσερις στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuatro, de cuatro, las cuatro

τέσσερις στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vier

τέσσερις στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
quatre, de quatre, à quatre

τέσσερις στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quattro, a quattro, di quattro

τέσσερις στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quatro, fonte, nascente, de quatro

τέσσερις στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vier, de vier, van vier, viertal

τέσσερις στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
четвёрка, четыре, четырех, четырьмя, четверо

τέσσερις στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fire, firestjerners

τέσσερις στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fyra

τέσσερις στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
neljä, neljän, neljästä, neljään, neljää

τέσσερις στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fire, på fire

τέσσερις στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čtyřka, čtyři, čtyř, čtyřmi, čtyřech

τέσσερις στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czwarta, cztery, czterech, czterysta, czterema, czwórka

τέσσερις στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
négy, a négy, négycsillagos

τέσσερις στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dört, dört adet

τέσσερις στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чотири, четвірка, чотирьох

τέσσερις στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
katër, e katër, me katër, në katër, kater

τέσσερις στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
четири, четирите, четирима, и четири, с четири

τέσσερις στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чатыры, четыре

τέσσερις στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
neli, nelja, neljast, neljas, neljale

τέσσερις στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
četiri, i četiri, od četiri, četvero, četiriju

τέσσερις στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjórir, fjarki, fjögur, Fjögurra, fjórum, fjórar

τέσσερις στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
keturi, keturių, keturis, ketverių, keturias

τέσσερις στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
četri, četrinieks, četru, četras, četriem, četrus

τέσσερις στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
четири, четирите, четворица, на четири, од четири

τέσσερις στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
patru, de patru, cu patru, patru de, și patru

τέσσερις στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
štiri, štirje, štirih, štirimi, s štirimi

τέσσερις στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
štyri, štyroch, štyria

Στατιστικά δημοτικότητας: τέσσερις

Τυχαίες λέξεις