Ład στα ελληνικά
Μετάφραση: ład, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγγελία, ειρήνη, εντολή, παραγγέλλω, ησυχασμός, προσταγή, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ażio στα ελληνικά - ασφάλιστρο, Premium, πριμοδότηση, πριμοδότησης, πριμοδοτήσεως
- biegunkowy στα ελληνικά - δυσεντερικών, δυσεντερικά, δυσεντερικό, τα δυσεντερικά, των δυσεντερικών
- dwupłat στα ελληνικά - διπλανό, διπλάνο, biplane, διεπίπεδη, διπλάνου
- froterka στα ελληνικά - σκούπα, βούρτσα, πινέλο, βουρτσίζω, λουστραδόρος, Polisher, Στιλβωτής, ...
Τυχαίες λέξεις
Ład στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγγελία, ειρήνη, εντολή, παραγγέλλω, ησυχασμός, προσταγή, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό
Μεταφράσεις: παραγγελία, ειρήνη, εντολή, παραγγέλλω, ησυχασμός, προσταγή, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό