Λέξη: απορροφητικός
Σχετικές λέξεις: απορροφητικός
απορροφητικός λάκκος, απορροφητικός βόθρος
Συνώνυμα: απορροφητικός
σπογγώδης, φιλοπότης, απορροφητικό, πολύ ενδιαφέρων
Μεταφράσεις: απορροφητικός
απορροφητικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
absorptive, absorbent, absorbing, The absorbent, an absorbent
απορροφητικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
absorbente, absorbente de, absorbentes, absorbente que
απορροφητικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
absorbierend, einsaugend, aufnahmefähig, absorptionsfähig, saugfähig, absorbierenden, absorbierende, Absorptionsmittel
απορροφητικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
absorbant, absorbante, absorbants, absorption
απορροφητικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assorbente, assorbenti, assorbe, assorbimento
απορροφητικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
absorvente, absorventes, absorvente de, absorção
απορροφητικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
absorberend, absorbens, absorberende, zuigende, absorptiemiddel
απορροφητικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
абсорбирующий, всасывающий, поглощающий, впитывающий, гигроскопический, абсорбент, абсорбента, абсорбирующее, абсорбирующего
απορροφητικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
absorberende, absorbent, absorbenten, absorpsjonsmiddel
απορροφητικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
absorberande, absorbent, den absorberande
απορροφητικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
imukykyinen, imukykyisen, absorboiva, absorboivan, imukykyistä
απορροφητικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
absorberende, absorbent, sugende
απορροφητικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pohlcující, vstřebávající, absorpční, savý, absorbující, absorpčního, absorbentu
απορροφητικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
absorpcyjny, wsiąkliwy, chłonny, pochłaniacz, absorbent, chłonne
απορροφητικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felszívó, abszorbens, nedvszívó, elnyelő, abszorbeáló
απορροφητικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emici, emici bir, emme, bir emici
απορροφητικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
абсорбент, гігроскопічний
απορροφητικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thithës, absorbues, të absorbues, absorbuese, absorbues të
απορροφητικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
абсорбент, поглъщащ, попиващ, абсорбиращ, абсорбиращи
απορροφητικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абсорбент
απορροφητικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
imav, neelav, absorbeeriva, absorbendiga, absorbeerivat, absorbeeriv
απορροφητικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
upijajući, apsorbira, koji apsorbira, upija, upijajuće
απορροφητικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gleypið, vökvadrægu, gleypir, sogefni, ísogsefni
απορροφητικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
absorbentas, padengti absorbciniu, sugeriančios, absorbuojanti, absorbciniu
απορροφητικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
absorbējošs, absorbējošu, absorbējoša, absorbentu, absorbenta
απορροφητικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
абсорбента, апсорпциски, апсорбирачки, апсорпција, апсорбира
απορροφητικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
absorbant, absorbante, absorbantă, absorbant de, un absorbant
απορροφητικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
absorbent, vpojne, vpojno, vpojna, vpojnim
απορροφητικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
absorpční, savý, nasiakavý, pijavý, sací, sajúci
Τυχαίες λέξεις