Ławica στα ελληνικά

Μετάφραση: ławica, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχολείο, τράπεζα, ανάχωμα, κοπάδι, όχθη, ύφαλος, σωρός, τα ρηχά, πολύ ρηχά
Ławica στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • boleściwy στα ελληνικά - λυπηρός, θλιμμένος, περίλυπος, θλιβερά, θλιβερής
  • brzemienność στα ελληνικά - κύηση, εγκυμοσύνη, εγκυμοσύνης, της εγκυμοσύνης, κύησης
  • chrząszcz στα ελληνικά - σκαθάρι, σκαθαριού, σκαθάρι του, χρυσόμυγα, κάνθαρος
  • ekscentryk στα ελληνικά - εκκεντρικός, εκκεντρική, έκκεντρη, εκκεντρικό, εκκεντρικές
Τυχαίες λέξεις
Ławica στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχολείο, τράπεζα, ανάχωμα, κοπάδι, όχθη, ύφαλος, σωρός, τα ρηχά, πολύ ρηχά