Ściemnić στα ελληνικά

Μετάφραση: ściemnić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμαυρώνω, αμυδρός, σκοτεινός, αμυδρό, dim, ισχνές
Ściemnić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anarchia στα ελληνικά - αναρχία, αναρχίας, την αναρχία, η αναρχία, της αναρχίας
  • autorytatywność στα ελληνικά - δικτατορία, απολυταρχισμός, αυταρχισμό, αυταρχισμού, τον αυταρχισμό, απολυταρχισμό
  • całościowo στα ελληνικά - συνολικά, συνολική, συνολικής, γενική, συνολικό
  • cerować στα ελληνικά - μαντάρω, μαντάρισμα, καταριέται, darn, καταριέται το, καταριούνται
Τυχαίες λέξεις
Ściemnić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμαυρώνω, αμυδρός, σκοτεινός, αμυδρό, dim, ισχνές