Λέξη: αποικώ

Μεταφράσεις: αποικώ

αποικώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
emigrate, colony, settler, colonist, settlement, APIKIA

αποικώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
emigrar, colonia, colonias, colonia de, de colonias, la colonia

αποικώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
emigrieren, auswandern, Kolonie, Kolonien

αποικώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
émigrer, émigrez, émigrent, émigrons, colonie, colonies, colonie de, la colonie, des colonies

αποικώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
emigrare, espatriare, colonia, colonia di, colonie, delle colonie

αποικώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emigrar, emergência, colônia, colónia, colónias, colônia de, colônias

αποικώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uittrekken, emigreren, uitwijken, kolonie, kolonie van, kolonies, colony, kolonie te

αποικώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эмигрировать, переселять, переезжать, переехать, колония, колонии, колонией, колонию, колоний

αποικώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utvandre, koloni, kolonien, Colony

αποικώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utvandra, emigrera, koloni, kolonin

αποικώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siirtyä, siirtomaa, pesäkkeitä, colony, pesäke, siirtokunta

αποικώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
koloni, kolonien, kolonistimulerende, koloniens

αποικώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
emigrovat, kolonie, kolonií, kolonii, kolonotvornýc, osada

αποικώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyemigrować, emigrować, kolonia, kolonii, kolonią, kolonię, kolonie

αποικώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kolónia, üdülőtelepen, gyarmat, telep, kolóniát

αποικώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koloni, Colony, kolonisi, sömürgesi, bir koloni

αποικώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переїжджати, переїхати, емігрувати, емігруйте, колонія

αποικώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
koloni, kolonia, koloni e, kolonisë, kolonia e

αποικώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колония, колонии, колониите, колонията, на колониите

αποικώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
калонія, калёнія, асада

αποικώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
emigreerima, koloonia, kolooniaid, kolooniat, kolooniate, talude kompleksis

αποικώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iseliti, kolonija, kolonije, koloniju, naselje

αποικώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nýlenda, nýlendu, nýlendan, nýlenduna, þyrping

αποικώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
emigruoti, kolonija, kolonijas, kolonijų, kolonijos, kolonijas sudarančių vienetų

αποικώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kolonija, koloniju, kolonijas, mikroorganismu, mikroorganismu koloniju

αποικώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
колонијата, колонија, колонии

αποικώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
emigra, colonie, coloniilor, coloniei, a coloniilor, colonie de

αποικώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kolonija, Naselje, kolonijo, kolonije

αποικώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kolónie, kolónia, kolónií, colony, kolóniu
Τυχαίες λέξεις