Antycypować στα ελληνικά

Μετάφραση: antycypować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προλαμβάνω, προκαταλαμβάνω, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψουν, την πρόβλεψη, προβλέψει
Antycypować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antycypacja στα ελληνικά - προσδοκία, αναμονή, πρόβλεψη, ενόψει, πρόβλεψης
  • antycypacyjny στα ελληνικά - προβλεπτική, προληπτικά, προληπτικό, προληπτικής, προληπτική
  • antyczny στα ελληνικά - αντίκα, αντίκες, αντικέ, παλαιά, παλαιών
  • antycząstka στα ελληνικά - αντισωματίδιο, αντισωματιδίου, αντισωμάτιο, αντισωματίδιό, αντισωματιδίων
Τυχαίες λέξεις
Antycypować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προλαμβάνω, προκαταλαμβάνω, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψουν, την πρόβλεψη, προβλέψει