Λέξη: υπόγειο

Σχετικές λέξεις: υπόγειο

υπόγειο - χάρης και πάνος κατσιμίχας στιχοι, υπόγειο ντοστογιέφσκι, υπόγειο θεάτρου τέχνης, υπόγειο πότισμα, υπόγειο νερό, υπόγειο χάρησ και πάνοσ κατσιμίχασ lyrics, υπόγειο εκτός περιγράμματος, υπόγειο 4178, υπόγειο στίχοι, υπόγειο πότισμα γκαζόν

Συνώνυμα: υπόγειο

θόλος, αποθήκη, κρύπτη, πήδημα, κελάρι, κάβα, εστιατόριο, ταβέρνα

Μεταφράσεις: υπόγειο

υπόγειο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
basement, cellar, underground, the basement, basement of

υπόγειο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bodega, sótano, el sótano, del sótano, basal, sótano de

υπόγειο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
keller, fundament, Keller, Untergeschoss, Geschoss

υπόγειο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cave, sous-sol, sol, sous sol

υπόγειο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sotterraneo, cantina, seminterrato, scantinato, piano interrato, basamento

υπόγειο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
subsolo, cave, adega, porão, basal, do porão

υπόγειο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kelder, souterrain, kelderverdieping, de kelder, onderbouw

υπόγειο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
погреб, основание, подвал, фундамент, подвальный этаж, подвале, подвала

υπόγειο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjeller, kjelleren, etasjen

υπόγειο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
källare, källaren, källar, basal

υπόγειο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kivijalka, kellari, kellarikerros, kellarissa, kellariin, kellarikerroksessa

υπόγειο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kælder, kælderen

υπόγειο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sklep, suterén, suterénu, podsklepený, sklepní

υπόγειο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
suterena, przyziemie, podziemie, piwnica, piwnicy, basement, w piwnicy

υπόγειο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alagsor, pince, alagsorban, pincében, alagsori, alagsorában

υπόγειο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kiler, mahzen, bodrum, temel, bazal, taban, bodrum katı

υπόγειο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
льох, підвалина, підмурівок, фундамент, підвал, подвал

υπόγειο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bodrum, bodrumin, bodrumi, bazament, bodrum të

υπόγειο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мазе, сутерен, маза, мазето, сутерена

υπόγειο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
склеп, падвал

υπόγειο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vundament, keldrikorrus, kelder, keldris, keldri, Kellarin, keldrikorrusel

υπόγειο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prizemlje, podrumu, podrum, prizemljenje, suteren, podruma, suterenu

υπόγειο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjallari, kjallara

υπόγειο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rūsys, pusrūsis, rūsyje, rūsio, Basement, pamatas

υπόγειο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pagrabs, pagraba, pagrabā, pagrabstāvā, pagrabu

υπόγειο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
визбата, подрумот, подрум, сутерен, подрумски

υπόγειο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
subsol, pivnita, demisol, bazale, la subsol

υπόγειο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
klet, kleti, kletne, kletni, kletno

υπόγειο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
suterén, Podzemie, podzemné podlažie

Στατιστικά δημοτικότητας: υπόγειο

Τυχαίες λέξεις