Bazowanie στα ελληνικά

Μετάφραση: bazowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάστημα, κορμοστασιά, χτίζω, μπόι, Η αναφορά, αναφορά σε, Η αναφορά σε, αναφορά, την αναφορά
Bazowanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bazgrać στα ελληνικά - ξύνω, ορνιθοσκαλίσματα, γρατσουνιά, αμυχή, γρατσουνίζω, λερώνω, λέρα, ...
  • bazia στα ελληνικά - ψιψίνα, ίουλος, Catkin, χνοώδες άνθος, είδος ταξιανθίας
  • bazować στα ελληνικά - κορμοστασιά, χτίζω, ανάστημα, μπόι, ευτελής, βάθρο, να βασίζεται, ...
  • bazowy στα ελληνικά - ευτελής, βάθρο, βάση, Βάσης, Βάσης της, Base, Βάσεων
Τυχαίες λέξεις
Bazowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάστημα, κορμοστασιά, χτίζω, μπόι, Η αναφορά, αναφορά σε, Η αναφορά σε, αναφορά, την αναφορά