Λέξη: ευπροσήγορος

Σχετικές λέξεις: ευπροσήγορος

ευπροσήγορος λεξικο, ευπροσήγορος ετυμολογία, ευπροσήγοροσ τι σημαινει, ευπροσήγορος προταση

Συνώνυμα: ευπροσήγορος

εύκολος

Μεταφράσεις: ευπροσήγορος

ευπροσήγορος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
civil, approachable, courteous, facile, affable

ευπροσήγορος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abordable, atento, accesible, civil, comedido, político, fácil, superficial, Facile, simplista, la fácil

ευπροσήγορος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
höflich, bürgerlich, zivil, zugänglich, leicht, Facile, einfache, leichte, einfachen

ευπροσήγορος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
approchable, civique, accort, honnête, bourgeois, praticable, poli, courtois, abordable, galant, laïque, accessible, civil, facile, aisée, ème Facile, simpliste, superficiel

ευπροσήγορος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
civico, abbordabile, educato, civile, facile, facili, superficiale

ευπροσήγορος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
civil, fácil, facile, f�il, simplista, dócil

ευπροσήγορος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
galant, welgemanierd, civiel, wellevend, beschaafd, aanspreekbaar, makkelijk, gemakkelijk, vlot, gemakkelijke, facile

ευπροσήγορος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вежливый, цивилизованный, обходительный, любезный, галантный, междоусобный, учтивый, гражданский, цивильный, достижимый, доступный, благонравный, легкий, поверхностным, поверхностное, поверхностный, снисходительный

ευπροσήγορος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
høflig, sivil, borgerlig, facile, lettvinte, lettvint, overfladisk

ευπροσήγορος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
civil, artig, facile, enkel, lättköpt, lättvindigt, lättvindig

ευπροσήγορος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyvätapainen, kansalais-, kohtelias, siviili, yhteiskunnallinen, helppo, pinnallinen, helpon, facile, helppoja

ευπροσήγορος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
høflig, borgerlig, facile, letkøbt, letkøbte

ευπροσήγορος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
občanský, přístupný, dvorný, dostupný, zdvořilý, vlídný, civilní, galantní, povrchní, snadný, facile, snadná, obratný

ευπροσήγορος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dostępny, miejski, uprzejmy, przystępny, kurtuazyjny, układny, cywilny, grzeczny, obywatelski, łatwy, powierzchowny, facile, powierzchowne, utrudniona

ευπροσήγορος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
civilizált, polgári, könnyed, facile, felületes, könnyen lejátszódik, engedékeny

ευπροσήγορος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kibar, nazik, sivil, kolay, basit, facile, yüzeysel, uyduruk

ευπροσήγορος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
досяжний, ґречний, чемний, чиновник, цивільний, доступний, громадянський, цивілізований, легкий, простий, легка, легку

ευπροσήγορος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shkathët, i lehtë, rrjedhshëm, shkathët, cekët

ευπροσήγορος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гражданския, сговорчив, отстъпчив, лесен, гъвкав, лесното

ευπροσήγορος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лёгкі, лёгкая

ευπροσήγορος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ligipääsetav, viisakas, peenekombeline, ladus, facile, hõlpsat, pinnapealne, kergesti teostatavad

ευπροσήγορος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
učtiv, civilan, civilne, civilni, građanski, uljudan, lak, facile, lagan, laki, se jednostavnim

ευπροσήγορος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
facile

ευπροσήγορος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
civilis, comis

ευπροσήγορος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paviršutiniškas, facile, lengvai pasiekiamas, Ustępliwy, laisvai kuriantis

ευπροσήγορος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
viegls, pārsteidzīgi, facile, saticīgs

ευπροσήγορος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Површните, лесен, податливи, сговорчив

ευπροσήγορος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
civil, facil, facilă, facile, ușor, ușoară

ευπροσήγορος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
civilní, Lahek, facile, lahkotno

ευπροσήγορος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dvorný, civilní, povrchné, povrchný, povrchná, povrchnej, povrchnú
Τυχαίες λέξεις