Dotychczas στα ελληνικά
Μετάφραση: dotychczas, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωστόσο, ακόμα, ακόμη, αλλά, έχει ακόμα, όμως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dotrzeć στα ελληνικά - παίρνω, φτάνω, αποκτώ, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, ...
- dotrzymać στα ελληνικά - κατακρατώ, κρατώ, εξακολουθώ, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, ...
- dotychczasowość στα ελληνικά - κατάσταση της τέχνης, στάθμη της τεχνικής, εξέλιξη της τεχνολογίας, κατάσταση της τεχνικής, στάθμης της τεχνικής
- dotychczasowy στα ελληνικά - ρεύμα, τωρινός, προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα
Τυχαίες λέξεις
Dotychczas στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωστόσο, ακόμα, ακόμη, αλλά, έχει ακόμα, όμως
Μεταφράσεις: ωστόσο, ακόμα, ακόμη, αλλά, έχει ακόμα, όμως