Λέξη: πυκνώνω

Σχετικές λέξεις: πυκνώνω

πυκνώνω αντώνυμο, πυκνώνω ετυμολογία, πυκνώνω συνωνυμο, πυκνώνω συνώνυμο

Συνώνυμα: πυκνώνω

χοντραίνω, χονδραίνω, συμπυκνώνω, συνοψίζω

Μεταφράσεις: πυκνώνω

πυκνώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
thicken, condense

πυκνώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
engrosar, espesarse, espesar, espesa, espese

πυκνώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verdicken, zu verdicken, dicker, verdickt, eindicken

πυκνώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
condenser, réduire, épaissir, concentrer, s'épaissir, se épaissir, épaissir les, épaissira, épaississement

πυκνώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
addensare, ispessire, addensarsi, ispessisce, ispessirsi

πυκνώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
engrossar, gordo, densamente, espessar, thicken, espesso, engrosse

πυκνώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aandikken, verdikken, dikker worden, dikker, indikken

πυκνώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сгущать, наслаивать, утолщаться, застывать, усложняться, загустеть, подтверждать, расти, утолщать, учащаться, сгуститься, затуманиваться, темнеть, сгустить, хмуриться, утолстить, сгущаться, утолщаются

πυκνώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tykne, tykkere, bli tykkere, fortykke, fortykkes

πυκνώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tjockna, tjockare, förtjocka, förtjockas, tjocknar

πυκνώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paksuntaa, paksuuntua, paksunemista, thicken, sakeuttaa

πυκνώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tykkere, blive tykkere, fortykkes, fortykke, blive tyk

πυκνώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zesílit, zhušťovat, zahustit, zahuštění, zahustíme, houstnout

πυκνώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pogrubić, zagęścić, pogrubiać, grubieć, zagęszczać, gęstnieć, zgęstnieć, zagęszczania

πυκνώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vastagít, beránt, megvastagodhatnak, sűrűsödik, megvastagodhat

πυκνώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalınlaştırmak, koyulaştırmak, kalınlaşmak, sıklaştırmak, yoğunlaştırmak

πυκνώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згущати, рости, темніти, ускладнюватися, супитися, згущуватися, згущатися, густішати, збиратися

πυκνώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trash, bëhem më i dendur, të trash, ngatërrohem, ndërlikohem

πυκνώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пихтосвам, сгъсти, се сгъсти, сгъстява, сгъстяване на

πυκνώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
згушчацца, гусцець, згушчаюцца

πυκνώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paksendama, paksenema, paksendamiseks, pakseneda, tihkeneda, paksendada

πυκνώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odebljati, zbiti, podebljati, zgusnuti, zgušnjavati

πυκνώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þykkna, þykknað, fituhnútar, þykkja, þykkari

πυκνώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tirštinti, sustorėti, tirštėti, sutankinti, storinti

πυκνώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sabiezēt, sabiezināšanai, sabiezina, padara biezāku, sabiezēšanai

πυκνώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
згусне, се згусне, се здебели, згусне за, се згусне за

πυκνώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
se îngroșa, îngroșa, ingrosa, ingroase, se ingroase

πυκνώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zgostitev, zadebeli, zgostimo, zgosti, odebeli

πυκνώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zahustiť, zahustit, zahusťovať
Τυχαίες λέξεις