Dowodzenie στα ελληνικά
Μετάφραση: dowodzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίδειξη, διαδήλωση, εντολή, προστάζω, διατάζω, προσταγή, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dowiązać στα ελληνικά - δένω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, ...
- dowodowy στα ελληνικά - αποδεικτικός, αποδεικτική, αποδεικτικής, αποδεικτικού, αποδεικτικών
- dowodzić στα ελληνικά - επιχειρηματολογώ, διαφωνώ, εντολή, υποστηρίζω, προστάζω, αποδεικνύω, υποτάσσομαι, ...
- dowodzący στα ελληνικά - ενδεικτικός, ενδεικτικό, ενδεικτική, ενδεικτικά, ενδεικτικές
Τυχαίες λέξεις
Dowodzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίδειξη, διαδήλωση, εντολή, προστάζω, διατάζω, προσταγή, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού
Μεταφράσεις: επίδειξη, διαδήλωση, εντολή, προστάζω, διατάζω, προσταγή, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού