Λέξη: συρρέω
Σχετικές λέξεις: συρρέω
συρρέω συνώνυμα
Συνώνυμα: συρρέω
συναγελάζομαι
Μεταφράσεις: συρρέω
συρρέω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
throng, flock, flow together
συρρέω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
banda, manada, bandada, rebaño, grey, multitud
συρρέω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gedränge, herde, pulk, menge, schar, zulauf, Herde, Schwarm, Flock, Schar
συρρέω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tripotée, rassembler, empiler, multitude, assembler, tourbe, troupeau, presser, masser, surabondance, recueillir, troupe, accumuler, affluence, toupet, s'attrouper, troupeaux, brebis, ouailles, cheptel
συρρέω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mandria, stuolo, calca, turba, gregge, folla, stormo, branco, moltitudine, flock
συρρέω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nadar, juntar-se, gado, rebanho, flutuador, multidão, flutuar, boiar, grei, bando, ovelhas, efectivo
συρρέω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schare, overvloed, troep, roedel, kudde, zwerm, koppel, schapen
συρρέω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стая, отара, стекаться, множество, пучок, валить, клочок, табун, паства, тесниться, толпиться, пушинка, толкотня, копиться, многолюдство, сутолока, стадо, стада, стаи
συρρέω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flokk, trengsel, mengde, Flock, flokken, hjord, hjorden
συρρέω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flock, hjord, flocken, hjorden
συρρέω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katras, kuhista, tungos, liuta, tunkea, joukko, paljon, lauma, tungeksia, parvi, parven, parvesta, parvessa
συρρέω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flok, flokken, Hjord, flokkens
συρρέω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hromada, namačkat, houf, nakupit, tlačit, zástup, nával, tlačenice, hejno, množství, chumáč, tísnit, stádo, shromáždit, spousta, dav, hejna, flock, stádce
συρρέω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kłak, kierdel, tłok, stado, chmara, gromadzić, owczarnia, tłum, grupa, kosmyk, trzoda, ciżba, tłoczyć, gromada, parafia, trzódka, flock
συρρέω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyáj, állomány, állományban, állományt, állományból
συρρέω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sürü, grup, akın, flok, sürüsü, flock
συρρέω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пучок, товкотнеча, штовханина, пушинка, юрма, юрба, череду, група, натовп, стадо, череда, отару, отара
συρρέω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tufë, shtëllungë, kopenë, delet e, tufë e, kopenë e
συρρέω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стадо, ято, стадото, овцете
συρρέω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
статак, чараду, гурт, чарада
συρρέω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kari, rahvamass, parv, tunglema, kogudus, rüselema, karja, linnukarja, linnukari
συρρέω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mnoštvo, pahuljice, rulja, grupa, gomila, vreva, stado, jato, jata, ovce, stada
συρρέω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
örtröð, flokka, hjörð, hjörðin, sauðir, flykkjast
συρρέω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
caterva, grex
συρρέω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
banda, pulkas, kaimenė, pulko, kaimene
συρρέω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ganāmpulks, saime, šenils, šenils no, ganāmpulciņ
συρρέω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јато, јатото, стадото, паства, стадо
συρρέω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
turmă, turma, efectiv, turmei, stol
συρρέω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nával, žejno, jata, čreda, jate, jato, jati
συρρέω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nával, kŕdeľ, sa kŕdeľ, stádo, kŕdle, húf
Τυχαίες λέξεις