Dziwadło στα ελληνικά
Μετάφραση: dziwadło, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρικιό, αφύσικο, τέρας, φρικτό, freak, φρικτός
![Dziwadło στα ελληνικά Dziwadło στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-pl-gr-5895.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dziwaczność στα ελληνικά - ιδιορρυθμία, αδερφή, αλλόκοτος, παράξενος, παραξενιά, whimsicality
- dziwaczny στα ελληνικά - αδερφή, μοναδικός, ιδιότροπος, ρούμι, παράδοξος, μονός, απόκοσμος, ...
- dziwak στα ελληνικά - χαρακτήρας, αφύσικο, φρικιό, μανιβέλα, τύπος, παιδί, weirdo, ...
- dziwić στα ελληνικά - θαύμα, αναρωτιέμαι, θαυμασμός, έκπληξη, διερωτώμαι, έκπληξή, αποτελεί έκπληξη, ...
Τυχαίες λέξεις
Dziwadło στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρικιό, αφύσικο, τέρας, φρικτό, freak, φρικτός
Μεταφράσεις: φρικιό, αφύσικο, τέρας, φρικτό, freak, φρικτός