Dziwadło στα ελληνικά

Μετάφραση: dziwadło, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρικιό, αφύσικο, τέρας, φρικτό, freak, φρικτός
Dziwadło στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dziwaczność στα ελληνικά - ιδιορρυθμία, αδερφή, αλλόκοτος, παράξενος, παραξενιά, whimsicality
  • dziwaczny στα ελληνικά - αδερφή, μοναδικός, ιδιότροπος, ρούμι, παράδοξος, μονός, απόκοσμος, ...
  • dziwak στα ελληνικά - χαρακτήρας, αφύσικο, φρικιό, μανιβέλα, τύπος, παιδί, weirdo, ...
  • dziwić στα ελληνικά - θαύμα, αναρωτιέμαι, θαυμασμός, έκπληξη, διερωτώμαι, έκπληξή, αποτελεί έκπληξη, ...
Τυχαίες λέξεις
Dziwadło στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρικιό, αφύσικο, τέρας, φρικτό, freak, φρικτός