Λέξη: νουνεχής

Σχετικές λέξεις: νουνεχής

νουνεχής ετυμολογια, νουνεχής συνωνυμο

Συνώνυμα: νουνεχής

συνετός, φρόνιμος

Μεταφράσεις: νουνεχής

νουνεχής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
judicious, prudent

νουνεχής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prudente, juicioso, juiciosa, sensato, sensata

νουνεχής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verständig, urteilsfähig, umsichtig, klug, vernünftige, vernünftig, vernünftigen

νουνεχής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avisé, réfléchi, judicieux, raisonnable, sensé, sage, prudent, perspicace, judicieuse, judicieusement, judicieuses

νουνεχής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assennato, giudizioso, giudiziosa, prudente, sapiente, misurati

νουνεχής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
são, julgamento, judicioso, judiciosa, criteriosa, criterioso, prudente

νουνεχής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oordeelkundig, verstandig, oordeelkundige, verstandige, van verstandig

νουνεχής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расчетливый, благоразумный, рассудительный, здравомыслящий, обдуманный, путный, разумное, разумным, разумный, рассудительным

νουνεχής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klok, forstandig, fornuftig, skjønnsomme, skjønnsom

νουνεχής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vettig, gill, förnuftig, välbetänkt, omdömesgill, gillt

νουνεχής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
järkevä, aistikas, viisas, harkittu, asiallisen, harkitusti, harkitun

νουνεχής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
velovervejet, fornuftig, fornuftigt, velovervejede, skønsom

νουνεχής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozumný, rozvážný, moudrý, soudný, rozumné, uvážlivé, uvážlivě

νουνεχής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozumny, rozsądny, rozważny, mądry, rozsądne

νουνεχής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
belátó, megfontolt, ésszerűen megindokolható, józan, megfontoltan

νουνεχής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akıllıca, makul, akılcı, adaletli, sağgörülü

νουνεχής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
судово-психіатричний, розсудливий, розважливий, поміркований, розсудлива, розважлива

νουνεχής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mençur, mençur, matur, të matur, i matur

νουνεχής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разумен, разумно, разумното, благоразумно, разумна

νουνεχής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разважлівы, памяркоўны, больш разважлівы

νουνεχής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arukas, läbimõeldud, kaalutud, kaalutletud, mõistlik, mõistlikku, mõistliku

νουνεχής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razuman, pametan, razumno, razborit, razborito

νουνεχής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
judicious, blóðhluta, skynsamlegur

νουνεχής στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sapiens, prudens

νουνεχής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
protingas, teisėtai, apgalvotai, protingai, teisėtas

νουνεχής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saprātīgs, saprātīgi, saprātīgu, saprātīga, saprātīgai

νουνεχής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разумното, разумната, разумна, разумно, разумен

νουνεχής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
judicios, judicioasă, judicioase, judicioasa, rațională

νουνεχής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razsodna, razumno, razumna, pameten, preudarne

νουνεχής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
súdny, Soudný
Τυχαίες λέξεις