Faulować στα ελληνικά
Μετάφραση: faulować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαίσιος, ανέντιμος, βρόμικος, φάουλ, αποκρουστική, κάνει φάουλ
Μεταφράσεις
- fatygować στα ελληνικά - ταλαιπωρία, μπελάς, ενοχλώ, φασαρία, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο
- faul στα ελληνικά - φτιάξιμο, λάθος, φάουλ, αποκρουστική, κάνει φάουλ
- faun στα ελληνικά - Faun, φαύνος, φαύνου, θυμίζουν ξωτικό
- fauna στα ελληνικά - πανίδα, πανίδας, χλωρίδας, της πανίδας, την πανίδα
Τυχαίες λέξεις
Faulować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαίσιος, ανέντιμος, βρόμικος, φάουλ, αποκρουστική, κάνει φάουλ
Μεταφράσεις: απαίσιος, ανέντιμος, βρόμικος, φάουλ, αποκρουστική, κάνει φάουλ