Λέξη: πλειστηριασμός

Σχετικές λέξεις: πλειστηριασμός

πλειστηριασμός ακινήτου διαδικασία, πλειστηριασμός αυθαιρέτου, πλειστηριασμός αριθμού εγγραφής οχήματος, πλειστηριασμός ακινήτου, πλειστηριασμός τράπεζας κύπρου, πλειστηριασμός πρώτης κατοικίας 2014, πλειστηριασμός ακινήτων, πλειστηριασμός κινητών, πλειστηριασμός αυτοκινήτων, πλειστηριασμός πρώτης κατοικίας

Συνώνυμα: πλειστηριασμός

δημοπρασία

Μεταφράσεις: πλειστηριασμός

πλειστηριασμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
auction, auctioning, auction shall, full auctioning, auctions

πλειστηριασμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
almoneda, subastar, subasta, la subasta, subastas, subasta de, de subastas

πλειστηριασμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auktion, versteigerung, versteigern, Auktion, Versteigerung, Auktions, Verkaufs

πλειστηριασμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
liciter, encan, adjudication, adjuger, licitation, criée, enchère, enchères, vente aux enchères, aux enchères, vente

πλειστηριασμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
asta, licitazione, vendita all'asta, all'asta, aste, dell'asta

πλειστηριασμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
leiloar, leilão, leilões, de leilões, leilão de, em leilão

πλειστηριασμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afslag, auctie, veiling, mijn, vendu, biedingen, veilingprijzen, de veiling, met biedingen

πλειστηριασμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
торг, торги, распродажа, аукцион, АУКЦИОНОВ, аукциона, аукционе, аукционный

πλειστηριασμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
auksjon, Auksjonen, hammerslag, auksjons

πλειστηριασμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
auktion, auktionen, vara, en vara, auktions

πλειστηριασμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huutokauppa, huutokaupan, huutokaupassa, huutokauppaa, huutokaupalla

πλειστηριασμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
auktion, Auktionen, hammerslag

πλειστηριασμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dražba, licitovat, aukce, aukční, aukčního, dražební

πλειστηριασμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
licytować, przetarg, aukcja, licytacja, aukcji, aukcjach

πλειστηριασμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aukció, árverés, aukciós, aukción, árverésen

πλειστηριασμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açık artırma, açık arttırma, ihale, müzayede, mezat

πλειστηριασμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аукціон, аукціонний, розпродаж

πλειστηριασμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ankand, ankandit, ankandi, e ankandit, ankand të

πλειστηριασμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
търг, аукцион, търга, тръжна, за търга

πλειστηριασμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аўкцыён, аукцыён

πλειστηριασμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oksjon, enampakkumine, enampakkumisel, enampakkumise, oksjoni

πλειστηριασμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
aukcija, dražba, licitacija, aukciji, dražbi, dražbe

πλειστηριασμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uppboð, útboð, uppboði, útboðið, Útboðinu

πλειστηριασμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aukcionas, Aukcionai, aukciono, aukcione, aukcionų

πλειστηριασμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izsole, izsoles, izsolē, Izsoļu, izsoli

πλειστηριασμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лицитацијата, аукција, аукцијата, аукциската, наддавање, на аукција

πλειστηριασμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
licitaţie, licitație, licitatie, de licitație, licitatiei, licitații

πλειστηριασμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dražba, dražit, dražbe, dražbi, dražbeni, avkcija

πλειστηριασμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dražba, aukcie, aukcia, položka

Στατιστικά δημοτικότητας: πλειστηριασμός

Τυχαίες λέξεις