Głębić στα ελληνικά
Μετάφραση: głębić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαρκασμός, κέντρισμα, σκάβω, νύξη, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Μεταφράσεις
- głębina στα ελληνικά - βάθος, έγκατα, βάθη, βάθους, τα βάθη
- głębinowy στα ελληνικά - βαθέων υδάτων, βαθέων, ανοικτής θάλασσας, ανοικτής θαλάσσης
- głęboki στα ελληνικά - φωνή, βαθύς, βαθυστόχαστος, διεισδυτικός, γερός, ήχος, βαθιά, ...
- głęboko στα ελληνικά - κατάκαρδα, πικρά, βαθιά, τσουχτερός, βαθύτατα, βαθύς, βαθύ, ...
Τυχαίες λέξεις
Głębić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαρκασμός, κέντρισμα, σκάβω, νύξη, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Μεταφράσεις: σαρκασμός, κέντρισμα, σκάβω, νύξη, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει