Λέξη: όραμα

Σχετικές λέξεις: όραμα

όραμα ελπίδας, όραμα - γνώση - πρόοδος, όραμα πολιτών, όραμα και έργο, όραμα επιχείρησης, όραμα αξίες και στόχοι του σχολείου, όραμα κως, όραμα δημιουργίας, όραμα συνώνυμα, όραμα για το ηράκλειο

Συνώνυμα: όραμα

όραση, φάσμα, οπτασία, ενόραση, φάντασμα

Μεταφράσεις: όραμα

όραμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vision, vision of, a vision, the vision

όραμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
visión, aparición, vista, la visión, visión de, de visión

όραμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vision, sehvermögen, traumbild, sicht, phantasie, sehkraft, Vision, Sehen, Visionen

όραμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vision, aspect, vue, spectre, spectacle, regard, fantôme, apparition, imagination, la vision, une vision, vision de

όραμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vista, visione, la visione, di visione, vision

όραμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
visão, visível, a visão, visão de, de visão, da visão

όραμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inzicht, ingebeeld, droomgezicht, verschijning, gezicht, verbeelding, visie, visioen, droombeeld, voorstelling, zicht, gezichtsvermogen, visie op

όραμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мечта, вид, видение, дальновидность, зрение, проницательность, фантазия, сновидение, воображение, зрелище, проникновение, предвидение, видения, зрения, концепция

όραμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
visjon, syn, visjonen, synet, visjon om

όραμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vision, syn, visionen, visioner, sikt

όραμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
näky, mielikuvitus, kuvitelma, haave, kuvittelu, näkökyky, näkö, ilmestys, näkemys, visio, vision, näkemän, visiota

όραμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vision, syn, visionen, visioner, udsyn

όραμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přízrak, vidina, fantom, zjevení, zrak, vidění, vize, pohled, vizi, vizí

όραμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zjawa, obraz, wzrok, celownik, wizjonerstwo, widok, zjawisko, widzenie, wizja, wizji, wizję

όραμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vízió, látomás, látóképesség, látás, jövőkép, látást, elképzelés

όραμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
imgelem, görüş, vizyon, görme, vizyonu, Vizyonumuz

όραμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вестготи, бачення, видіння

όραμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vizion, Vizioni, vizionin, Vizioni i, vegim

όραμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зрение, видение, визия, виждане, зрението

όραμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бачанне, бачаньне, ўяву, ўява

όραμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nägemisvõime, nägemus, külastaja, nägemine, visiooni, visioon, nägemuse

όραμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vida, vizija, pronicljivost, vid, viđenje, vizije, viziju

όραμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugsjón, framtíðarsýn, sýn, sjón, sjónin, sýnin

όραμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vizija, viziją, regėjimas, vizijos, matymas

όραμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fantāzija, iztēle, vīzija, redze, redzējums, redzes, redzējumu

όραμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
визија, визијата, вид, видот, гледање

όραμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
imaginaţie, viziune, viziunea, vedere, viziuni, vizibilitate

όραμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vizija, vid, vizijo, vizije, vida

όραμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zjavenie, zrak, videnie, videní, videnia, videniu, vidieť

Στατιστικά δημοτικότητας: όραμα

Τυχαίες λέξεις