Kanał στα ελληνικά
Μετάφραση: kanał, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στραγγίζω, τάφρος, ρείθρο, κανάλι, οχετός, διώρυγα, χαντάκι, διοχετεύω, ρεματιά, ντουέτο, καναλιού, καναλιών, διαύλου, δίαυλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chwiejny στα ελληνικά - διστακτικός, ασταθής, γλιστερός, ολισθηρός, επισφαλής, ανερμάτιστος, ασταθή, ...
- dokumentowanie στα ελληνικά - τεκμηρίωση, τεκμηρίωσης, έγγραφα, φάκελο, εγγράφων
- dymek στα ελληνικά - πάνα, καυσαέριο, αερόστατο, μπαλόνι, καπνός, ομίχλη, καταχνιά, ...
- imieniny στα ελληνικά - όνομα, ονόματος, ονομασία, όνομά, το όνομα
Τυχαίες λέξεις
Kanał στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στραγγίζω, τάφρος, ρείθρο, κανάλι, οχετός, διώρυγα, χαντάκι, διοχετεύω, ρεματιά, ντουέτο, καναλιού, καναλιών, διαύλου, δίαυλο
Μεταφράσεις: στραγγίζω, τάφρος, ρείθρο, κανάλι, οχετός, διώρυγα, χαντάκι, διοχετεύω, ρεματιά, ντουέτο, καναλιού, καναλιών, διαύλου, δίαυλο