Λέξη: σωτηρία

Σχετικές λέξεις: σωτηρία

σωτηρία ιατρίδου, σωτηρία μπέλλου - δε λες κουβέντα, σωτηρία μπέλλου - νταλίκα, σωτηρία μπέλλου, σωτηρία λεονάρδου, σωτηρία λουτριώτη, σωτηρία νοσοκομείο χάρτης, σωτηρία μπέλλου - η περιπλανώμενη ζωή μιας ρεμπέτισσας, σωτηρία νοσοκομείο, σωτηρία βασιλείου, μπέλλου σωτηρία, νοσοκομείο σωτηρία

Συνώνυμα: σωτηρία

διάσωση, οικονομία, οικονόμος, απελευθέρωση, απαλλαγή, έκφραση

Μεταφράσεις: σωτηρία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
salvation, saviour, saving, rescue, save, salvation of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
redención, salvamento, salvación, la salvación
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erlöser, retter, heil, heiland, rettung, retterin, seelenheil, erlösung, Heil, Rettung, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
salut, rédemption, sauvetage, sauveur, rachat, le salut, de salut, du salut
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
salvataggio, salvezza, la salvezza, salute, della salvezza
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
salvação, a salvação, da salvação
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlosser, verlossing, heil, redding, zaligheid, behoudenis
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спасание, спасение, спаситель, спасатель, избавление, подвассал, трамбовка, избавитель, спасения, спасением, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frelse, frelsen, frelses, frelsens
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
räddning, frälsning, frälsningen, frälsnings, frälsningens
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lunastus, pelastus, pelastuksen, pelastusta, pelastukseen, pelastukseksi
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frelse, frelsen, frelsens, redning
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
záchrana, spasitel, vykoupení, spása, spasení, spásu, spásy
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ocalenie, wybawienie, wybawca, zbawiciel, zbawienie, wybawiciel, zbawca, ratunek, odkupienie, zbawienia, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üdvösség, üdvözítés, üdvözülés, megváltás, üdvösséget, megváltást
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurtuluş, Salvation, kurtuluşu, kurtuluşun, kurtarma
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рятування, рятівник, спаситель, порятунок, спасіння, врятування
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jezusi, shpëtim, shpëtimi, shpëtimin, shpëtimi i, shpëtimit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спасение, спасението, за спасение, избавление
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выратаванне, выратаваньне, збаўленне, збавеньне, паратунак
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pääsemine, lunastus, päästja, messias, pääste, päästet, lunastuse, päästeks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spasilac, spašavanje, spasitelj, spas, spasenje, spasenja, je spasenje, spasa
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjálpræði, hjálpræðið, hjálpræðis, frelsun, sáluhjálp
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
salus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išgelbėjimas, išganymas, išgelbėjimą, išgelbėjimo, išganymo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
glābšana, pestīšana, pestīšanu, Salvation, pestīšanas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спас, спасение, спасението, спасот, спасување
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
salvare, mântuirea, mântuire, mântuirii, salvării
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odrešitev, odrešenje, zveličanje, rešitev, salvation
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spása, spasení, spasenie, spásy

Στατιστικά δημοτικότητας: σωτηρία

Τυχαίες λέξεις