Kurnik στα ελληνικά
Μετάφραση: kurnik, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αχυρώνας, αποβάλλω, παράγκα, καλύβα, καλύβι, cote, Ακτής, Κυανή, Καινή
Μεταφράσεις
- asertywność στα ελληνικά - αυτοπεποίθηση, δυναμισμό, στην αυτοπεποίθηση, δυναμισμού, αυτοπεποίθησης
- boskość στα ελληνικά - θειότητα, θεότητα, θεότητας, θεότητά, τη θεότητά
- cyjanit στα ελληνικά - κυανιούχο, κυανιούχου, κυανίδιο, κυανιδίου, κυανίου
- horda στα ελληνικά - ορδή, πλήθος, Horde, ορδής, ορδές, στίφος
Τυχαίες λέξεις
Kurnik στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αχυρώνας, αποβάλλω, παράγκα, καλύβα, καλύβι, cote, Ακτής, Κυανή, Καινή
Μεταφράσεις: αχυρώνας, αποβάλλω, παράγκα, καλύβα, καλύβι, cote, Ακτής, Κυανή, Καινή