Λέξη: υποπτεύομαι

Σχετικές λέξεις: υποπτεύομαι

υποπτεύομαι συνώνυμο

Συνώνυμα: υποπτεύομαι

υποψιάζομαι, υποπτεύω

Μεταφράσεις: υποπτεύομαι

υποπτεύομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suspect, misdoubt, I suspect, smell a rat

υποπτεύομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sospechar, recelar, sospechoso, sospechosa, sospechosos, sospecha, sospechoso de

υποπτεύομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angeklagte, verdächtigen, fehlerverdächtig, verdächtige, verdächtig, vermuten, Verdächtiger

υποπτεύομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soupçonnons, soupçonnez, suspecter, soupçonner, préjuger, soupçonnent, suspect, accusé, suspecte, suspects, suspectes, suspect a

υποπτεύομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sospettare, supporre, dubitare, sospetto, sospetta, sospettato, sospetti, indagato

υποπτεύομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suspeitar, sobreviver, sobreviva, suspeito, acusado, suspeita, suspeitos, suspeitas

υποπτεύομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beklaagde, verweerder, aangeklaagde, verdachte, verdacht, beschuldigde, verdenken, vermoeden, de verdachte

υποπτεύομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подозрительный, припуститься, неблагонадежный, подозревать, предполагать, припустить, предположить, подозреваемый, подозреваемого, подозреваемым, подозревают, подозреваемому

υποπτεύομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mistenke, ane, mistenkte, mistenkt, mistenker, mistanke

υποπτεύομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
misstänka, misstänkt, misstänkte, misstänkta, misstänker, misstänktes

υποπτεύομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epäillä, epäilty, ounastella, syytetty, aavistaa, epäillyn, epäiltyä, epäilyttävien

υποπτεύομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mistænkte, mistænkt, mistanke, mistanke om, mistænktes

υποπτεύομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podezírat, tušit, podezřívat, podezřelý, podezřelé, podezření, podezřelá, podezřelým

υποπτεύομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przypuszczać, podejrzewać, powątpiewać, podejrzany, pomawiać, doszukiwać, posądzać, podejrzanego, podejrzanym, podejrzane, podejrzana

υποπτεύομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyanús, gyanúsított, gyanúsítottat, gyanúsítottnak, gyanúsítottal

υποπτεύομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şüpheli, şüphelinin, zanlısı, zanlı, sanık

υποπτεύομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
припускати, підозрівати, підозрювати, припустити, підозрюваний, підозрюваного

υποπτεύομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dyshimtë, dyshuari, dyshuar, i dyshuar, i dyshuari

υποπτεύομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заподозрян, заподозрения, заподозряно, подозират

υποπτεύομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падазраваны, падазроны, падазраецца, які падазраецца, падазраванага

υποπτεύομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahtlusalune, kahtlustama, kahtlane, kahtlustatava, kahtlustatav, kahtlustatavale

υποπτεύομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osumnjičenik, osumnjičiti, zazirati, sumnjičiti, sumnjiv, osumnjičeni, osumnjiceni

υποπτεύομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gruna, grunar, grunaður, grunur, grun

υποπτεύομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įtarti, įtartinas, įtariamas, įtariamasis, įtariamajam

υποπτεύομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apsūdzētais, aizdomīgs, aizdomās turētais, aizdomās turētā, aizdomās turētajam, aizdomās turēto

υποπτεύομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
осомничениот, осомничен, сомневаат, осомничен за, се сомневаат

υποπτεύομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acuzat, suspect, suspecte, suspectă, suspectul, suspecta

υποπτεύομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
osumljenec, osumljenca, sumljive, osumljena, osumljencu

υποπτεύομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podopierať, podozrivý, podozrivá, podozrivého, podozrivé, podozrenie
Τυχαίες λέξεις