Lądowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: lądowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταγωγή, προσγείωση, πλατύσκαλο, εκφόρτωσης, προσγείωσης, εκφόρτωση, προορισμού
Μεταφράσεις
- autoryzacja στα ελληνικά - εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, αδείας
- dekoder στα ελληνικά - αποκωδικοποιητή, αποκωδικοποιητής, αποκωδικοποίησης, του αποκωδικοποιητή, τον αποκωδικοποιητή
- deszcz στα ελληνικά - βροχόπτωση, νεροποντή, βροχή, βροχής, τη βροχή, ψιλής βροχής, βροχές
- eksploatator στα ελληνικά - εκμεταλευτής, εκμεταλλευτή, εκμεταλλευτής, εκμεταλλευτές, του εκμεταλλευτή
Τυχαίες λέξεις
Lądowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταγωγή, προσγείωση, πλατύσκαλο, εκφόρτωσης, προσγείωσης, εκφόρτωση, προορισμού
Μεταφράσεις: καταγωγή, προσγείωση, πλατύσκαλο, εκφόρτωσης, προσγείωσης, εκφόρτωση, προορισμού