Λέξη: ορολογία

Σχετικές λέξεις: ορολογία

ορολογία μπέιζμπολ, ορολογία αυτοκινήτου, ορολογία ιστιοπλοίας, ορολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών, ορολογία κινηματογράφου, ορολογία ρουλέτας, ορολογία τένις, ορολογία μπαλέτου, ορολογία πόκερ, ορολογία ποδοσφαίρου

Μεταφράσεις: ορολογία

ορολογία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
terminology, jargon, the terminology, terminology of, terminology is

ορολογία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
terminología, terminológicos, la terminología, terminología de, términos

ορολογία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nomenklatur, terminologie, fachausdrücke, fachbezeichnung, systematik, Terminologie, Begriffe

ορολογία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nomenclature, terminologie, terminologiques, la terminologie, termes, une terminologie

ορολογία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
terminologia, la terminologia, una terminologia, termini, terminologia di

ορολογία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
termine, nomenclatura, terminologia, terminológicos, a terminologia, terminologia de, terminologias

ορολογία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vakwoordenboek, terminologie, nomenclatuur, de terminologie, termen, terminologische, terminologie van

ορολογία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
номенклатура, терминология, терминологии, терминологию, термины

ορολογία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
terminologi, terminologien, terminologien som

ορολογία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
terminologi, terminologin, terminologi som, termer

ορολογία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sanaluettelo, terminologia, oppisanasto, käsitteistö, terminologiaa, terminologian, terminologiaan, sanaston

ορολογία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
terminologi, terminologien, terminologiske

ορολογία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
názvosloví, terminologie, terminologii, pojmy, terminologií

ορολογία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
terminologia, nazewnictwo, terminologii, terminologię, terminologią, terminy

ορολογία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
terminológia, terminológiát, terminológiai, terminológiával, a terminológia

ορολογία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
terminoloji, terminolojisi, terimler, terminolojinin

ορολογία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
термінологія, термінологію

ορολογία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
terminologji, terminologjia, terminologjia e, terminologjinë, terminologjisë

ορολογία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
терминология, терминологията, термини, терминологията на

ορολογία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тэрміналогія, тэрміналёгія

ορολογία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oskussõnavara, terminoloogia, terminoloogiat, Terminology, terminite, terminoloogiaga

ορολογία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nazivlje, terminologija, Nazivlje, Terminološka, terminologiju, terminologiji

ορολογία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugtök, hugtök sem, hugtakanotkun, hugtökum, Orða- og hugtakanotkun

ορολογία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
terminologija, terminija, terminai, Terminologijos, terminologiją

ορολογία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
terminoloģija, terminoloģiju, terminoloģijas, termini

ορολογία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
терминологијата, терминологија, терминолошки, термини, терминологијата на

ορολογία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
terminologie, terminologia, terminologiei, terminologii, o terminologie

ορολογία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
terminologija, terminologije, terminologijo, izrazoslovje, terminologiji

ορολογία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
názvosloví, terminológie, terminológia, terminológiu, terminológii

Στατιστικά δημοτικότητας: ορολογία

Τυχαίες λέξεις