Mnożenie στα ελληνικά
Μετάφραση: mnożenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολλαπλασιασμός, αναπαραγωγή, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιασμού, τον πολλαπλασιασμό, του πολλαπλασιασμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- audiogram στα ελληνικά - ακουόγραμμα, ακοόγραμμα, ακοογράμματος, τονικό ακουόγραμμα, ακουογράμματος
- drenować στα ελληνικά - στραγγίζω, τάφρος, χαντάκι, οχετός, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, ...
- estetyzm στα ελληνικά - αισθητισμό, αισθητισμού, αισθητική, καλαισθησία, αισθητικής
Τυχαίες λέξεις
Mnożenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολλαπλασιασμός, αναπαραγωγή, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιασμού, τον πολλαπλασιασμό, του πολλαπλασιασμού
Μεταφράσεις: πολλαπλασιασμός, αναπαραγωγή, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιασμού, τον πολλαπλασιασμό, του πολλαπλασιασμού