Λέξη: λόγιος
Σχετικές λέξεις: λόγιος
λόγιοσ ερμή, λόγιος ερμής+abc australia, λόγιος αόριστος, λόγιος λεξιλόγιος, λόγιος ετυμολογια, λόγιος λεξικό, λόγιος τύπος, λόγιος ερμής, λόγιος ερμής βιέννη, λόγιος συνώνυμα
Συνώνυμα: λόγιος
σοφός, σχολαστικός, μελετηρός, εγγράμματος, φιλολογικός, λογοτεχνικός
Μεταφράσεις: λόγιος
λόγιος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
erudite, scholar, lettered, sapient, savant, literary
λόγιος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
docto, erudito, estudioso, académico, sabio, escolar
λόγιος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gelehrt, Gelehrte, Schüler, Stipendiat, Gelehrter, Gelehrten
λόγιος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
érudit, savant, scholar, chercheur, universitaire
λόγιος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
erudito, studioso, scholar, studiosa, studioso di
λόγιος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estudioso, erudito, scholar, acadêmico, escolar
λόγιος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geleerde, scholar, wetenschapper, onderzoeker, leerling
λόγιος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ученый, эрудит, иврит, начитанный, учёность, эрудированный, ученым, ученого, исследователь, учёный
λόγιος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lærd, scholar, forsker, lærde, vitenskaps
λόγιος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lärd, forskare, scholar, vetenskapsman, lärde
λόγιος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oppinut, tutkija, Scholar, tiedemies
λόγιος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lærd, forsker, lærde, videnskabsmand
λόγιος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
učený, učenec, scholar, vědec, učencem, badatel
λόγιος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
erudyta, uczony, naukowiec, badacz, stypendysta
λόγιος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
képzett, tudós, kutató, tudósa, tudóst
λόγιος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bilgin, bilim adamı, bilgini, alim, alimi
λόγιος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ерудований, вчений, учений, науковець, вчена
λόγιος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dijetar, studiues, dijetari, dijetar i, dijetari i
λόγιος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
учен, Наука, Директория, Наука Реално
λόγιος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вучоны, навуковец, навуковы, навукоўца
λόγιος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
erudeeritud, õpetatud, õpetlane, teadlane, uurija, teadlase, õpetlase
λόγιος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obrazovan, učen, učenjak, Znalac, znanstvenik, Znalac Stvarno, stipendist
λόγιος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fræðimaður, Fræðasetur, Fræðaseturs, fræðimaðurinn, fræðimenn
λόγιος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mokslininkas, Mokslinčius
λόγιος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pazinējs, skolēns, māceklis, Scholar, zinātnieks
λόγιος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
научник, научен, професор, стипендист, стручњак
λόγιος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
savant, cărturar, învățat, bursier, carturar
λόγιος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
učenjak, znanstvenik, znanstvenica, scholar, učenjaka
λόγιος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
učený, erudovaný, učenec, vedec, učenca
Στατιστικά δημοτικότητας: λόγιος
Τυχαίες λέξεις