Nabrzmiewać στα ελληνικά

Μετάφραση: nabrzmiewać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφαντός, κύμα, παχουλός, πρήζω, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, ξεχύνομαι, να πρηστεί, να διογκωθεί, για να πρηστεί, να διογκώνονται, να φουσκώσει
Nabrzmiewać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • annalista στα ελληνικά - χρονικογράφος, χρονογράφος, χρονογράφο, χρονικογράφο, χρονογράφου
  • biczownik στα ελληνικά - μαστιγωτής, αναδευτήρα, του αναδευτήρα, αναδευτήρας, ο αναδευτήρας
  • geoda στα ελληνικά - Geode
  • irracjonalny στα ελληνικά - παράλογος, παράλογη, παράλογες, ανορθολογικές, ανορθολογικών
Τυχαίες λέξεις
Nabrzmiewać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφαντός, κύμα, παχουλός, πρήζω, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, ξεχύνομαι, να πρηστεί, να διογκωθεί, για να πρηστεί, να διογκώνονται, να φουσκώσει