Obywatel στα ελληνικά

Μετάφραση: obywatel, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εθνικός, πολίτης, κάτοικος, πολίτη, πολιτών, πολίτες, πολίτη της
Obywatel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chłodno στα ελληνικά - ψυχρά, δροσερός, δροσερό, δροσερά, δροσερή, ψυχρό
  • dźwignięcie στα ελληνικά - επιρροή, σηκώνω, ανύψωση, ανώθησης, ανεβοκατεβάσματος, ταλαντεύσεως
  • epistemologiczny στα ελληνικά - επιστημολογικής, επιστημολογικές, επιστημολογικών, επιστημολογική, επιστημολογικά
  • fronton στα ελληνικά - αέτωμα, αετώματος, του αετώματος, αέτωμα που
Τυχαίες λέξεις
Obywatel στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εθνικός, πολίτης, κάτοικος, πολίτη, πολιτών, πολίτες, πολίτη της