Λέξη: επιμονή
Σχετικές λέξεις: επιμονή
επιμονή στίχοι, επιμονή ζουγανέλη, επιμονή σου lyrics, επιμονή σου στιχοι, επιμονή σου ζουγανέλη, επιμονή λεξικό, επιμονή αποφθέγματα, επιμονή σου, επιμονή συνώνυμα, επιμονή english, η επιμονή σου
Συνώνυμα: επιμονή
ώθηση, πείσμα, συνεκτικότητα, συνεκτικότης, εμμονή, πεισμονή, εγκαρτέρηση, ισχυρογνωμοσύνη, συγκρατηκότης, συγκρατηκότητα
Μεταφράσεις: επιμονή
επιμονή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
persistence, perseverance, insistence, tenacity, persistence of
επιμονή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
persistencia, constancia, perseverancia, tenacidad, la perseverancia, perseverencia, paciencia
επιμονή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hartnäckigkeit, fortdauer, ausdauer, verbissenheit, nachleuchten, persistenz, beharrlichkeit, Ausdauer, Beharrlichkeit, Haltevermögen, Durchhaltevermögen
επιμονή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
persévérance, obstination, ténacité, constance, opiniâtreté, permanence, durabilité, entêtement, persistance, endurance, la persévérance, de persévérance, de la persévérance
επιμονή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ostinazione, perseveranza, costanza, la perseveranza, tenacia, di perseveranza
επιμονή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
persistência, perseverança, a perseverança, perseverance, da perseverança
επιμονή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
werkingsduur, volharding, vasthoudendheid, doorzettingsvermogen, het doorzettingsvermogen, de volharding
επιμονή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
упорство, неотступность, живучесть, выносливость, закаленность, настойчивость, постоянство, продолжительность, настойчивости, стойкость
επιμονή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utholdenhet, standhaftighet, utholdenhet til
επιμονή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uthållighet, ihärdighet, perseverance, ståndaktighet, uthållighet för
επιμονή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jatkuminen, kestävyys, pysyvyys, jatkuvuus, itsepintaisuus, sinnikkyys, hellittämättömyys, sitkeys, sitkeyttä, pitkäjänteisyyttä, sinnikkyyttä, pitkäjänteisyys
επιμονή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udholdenhed, vedholdenhed, ihærdighed, vedholdende
επιμονή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
setrvání, trvalost, vytrvalost, úpornost, tvrdošíjnost, vytrvání, svéhlavost, umíněnost, trvání, houževnatost, vytrvalosti, vytrvalostí
επιμονή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
upór, wytrwanie, trwałość, uporczywość, wytrwałość, wytrzymałość, samozaparcie, wytrwałości, wytrwałością
επιμονή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szívósság, kitartás, kitartást, a kitartás, kitartással, állhatatosság
επιμονή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
azim, sebat, azimle, azmi, azimleri
επιμονή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наполегливість, тривалість, завзятість, завзяття
επιμονή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
këmbëngulje, këmbëngulja, këmbëngulje e, qëndrueshmëria, këmbëngulje të
επιμονή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
упорство, устойчивост, постоянство, упоритост, постоянството, неуморно постоянство
επιμονή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
настойлівасць, настойлівасьць
επιμονή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pealekäivus, sihikindlus, visadust, visadus, sihikindlust, järjekindlust
επιμονή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trajnost, izdržljivost, postojanost, istrajnost, ustrajnost, upornost, ustrajnosti, upornosti, ustrajnošću
επιμονή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þrautseigju, þolgæði, þrautseigja, þolgæðinu
επιμονή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atkaklumas, atkaklumo, atkaklumą, ištvermės, ištvermingumas
επιμονή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neatlaidība, neatlaidību, izturība, neatlaidības
επιμονή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
упорност, истрајност, истрајноста, упорноста, издржливост
επιμονή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tenacitate, perseverență, perseverenta, perseverența, perseverenței, stăruința
επιμονή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vztrajnost, vztrajnostjo, vztrajnosti, vztrajanje
επιμονή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vytrvalosť, trpezlivosť, vytrvalosti