Odżyć στα ελληνικά
Μετάφραση: odżyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναβιώνω, αναζωογονώ, αναβιώσει, αναβιώσουν, αναβιώνουν, αναζωογονήσει, αναζωογόνηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- admonicja στα ελληνικά - παραίνεση, νουθεσία, συμβουλή, τη νουθεσία, νουθεσία του
- anemon στα ελληνικά - ανεμώνη, Anemone, ανεμώνης, ανεμώνες, ανεμώνα
- bikini στα ελληνικά - μπικίνι, του μπικίνι, μπικίνι που, μπικίνι για
- brązownictwo στα ελληνικά - μαύρισμα, για μαύρισμα, καφέ σκίαση, μαύρισμα ισχύος
Τυχαίες λέξεις
Odżyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναβιώνω, αναζωογονώ, αναβιώσει, αναβιώσουν, αναβιώνουν, αναζωογονήσει, αναζωογόνηση
Μεταφράσεις: αναβιώνω, αναζωογονώ, αναβιώσει, αναβιώσουν, αναβιώνουν, αναζωογονήσει, αναζωογόνηση