Λέξη: κονσέρβα
Σχετικές λέξεις: κονσέρβα
κονσέρβα τόνου, κονσέρβα ροδάκινο, κονσέρβα ντομάτα κονκασέ, κονσέρβα σολομού, κονσέρβα cheddar cheese, κονσέρβα βύσσινο, κονσέρβα καλαμπόκι, κονσέρβα κονκασέ, κονσέρβα τόνος θερμίδες, κονσέρβα σκουμπρί
Συνώνυμα: κονσέρβα
κουτί, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές, κασσίτερος
Μεταφράσεις: κονσέρβα
κονσέρβα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tin, can, canned, preserved, tinned
κονσέρβα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hojalata, estaño, lata, bidón, de estaño, tin
κονσέρβα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
konservenbüchse, stahlblech, konserve, konservieren, zinn, kanister, dose, zinnblechbüchse, Zinn, Dose, Blech, tin
κονσέρβα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tôle, fer-blanc, étamer, étain, plaque, conserver, bidon, confire, l'étain, d'étain, boîte, tin
κονσέρβα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lattina, stagno, barattolo, latta, stagnare, di stagno, di latta, tin
κονσέρβα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
enlatar, tímido, estanho, lata, Tin, de estanho, de lata
κονσέρβα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tin, blikken, tinnen, blik, blikje
κονσέρβα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лудильщик, вылуживать, жестянка, консервировать, полудить, лудить, бляха, олово, жесть, банка, затормаживать, олова, оловом, оловянный
κονσέρβα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tinn, tin, blikk, boks
κονσέρβα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tenn, burk, tin
κονσέρβα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tina, tinata, tinaa, tinan, tin, tinattu
κονσέρβα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dåse, blik, tin, kande
κονσέρβα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cín, plechovka, zavařovat, pocínovat, plech, konzervovat, cínu, tin, konzervu
κονσέρβα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
puszka, pobielać, bielić, konserwować, blaszanka, cynować, puszkować, blacha, cyna, cynowy, cyny, tin
κονσέρβα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bádog, ón, bádogedény, fehérbádog, tin, ónt, az ón
κονσέρβα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalay, teneke, tin
κονσέρβα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
олово, бляха, олов'яний, жерсть, цину
κονσέρβα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kallaj, Tin, kallaji, prej kallaji, kanaçe
κονσέρβα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
калай, калаен, ламарина, калаено, на калай
κονσέρβα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
волава, цын, олово, цынк
κονσέρβα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tina, kanister, tin, tinaga, plekk, tinast
κονσέρβα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kositar, limenka, kalaj, lim, Tin, kositra
κονσέρβα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dós, tini, Tin, tin er látið, tin er látið saman, tmi
κονσέρβα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
stannum
κονσέρβα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skardinė, alavas, skarda, alavo, skardos, tin
κονσέρβα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kanna, alva, skārds, alvas, skārda, tin
κονσέρβα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
калајот, калај, лимени, конзерва, лим, метални
κονσέρβα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cositor, staniu, de staniu, tin, tablă
κονσέρβα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
konzerva, cín, tin, kositer, kositra, kositrov
κονσέρβα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
konzerva, plechovka, cín, cínu
Τυχαίες λέξεις