Odżywczy στα ελληνικά

Μετάφραση: odżywczy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύσωμος, στερεός, θαρραλέος, θρεπτικός, τροφικός, γερός, αξιόλογος, πεπτικός, ουσιαστικός, θρεπτικά, θρεπτικό, θρεπτική, θρεπτικών
Odżywczy στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • biogaz στα ελληνικά - βιοαέριο, βιοαερίου, παραγωγής βιοαερίου, το βιοαέριο, του βιοαερίου
  • brona στα ελληνικά - σβάρνα, Harrow, σβάρνας, επιπεδωτήρα, επιπεδωτήρας
  • chyłkiem στα ελληνικά - λάθρα, κρυφίως, ύπουλα, αθόρυβα, stealthily
  • dojeżdżanie στα ελληνικά - μετακίνηση, μετακινήσεις, μετακίνησης, ανταλάξει, καθημερινή μετακίνηση
Τυχαίες λέξεις
Odżywczy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύσωμος, στερεός, θαρραλέος, θρεπτικός, τροφικός, γερός, αξιόλογος, πεπτικός, ουσιαστικός, θρεπτικά, θρεπτικό, θρεπτική, θρεπτικών