Odzwyczajać στα ελληνικά
Μετάφραση: odzwyczajać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσπώ, αποκόβω, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czerwień στα ελληνικά - κόκκινος, κατακόκκινος, άλικος, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινου
- dotychczasowy στα ελληνικά - ρεύμα, τωρινός, προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα
- gwiazdowy στα ελληνικά - αστέρι, αστέρων, Κατηγορία, αστέρων ξενοδοχείο
- herbatniki στα ελληνικά - κουλουράκι, μπισκότο, μπισκότων, το cookie, μπισκότου
Τυχαίες λέξεις
Odzwyczajać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσπώ, αποκόβω, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν
Μεταφράσεις: αποσπώ, αποκόβω, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν