Λέξη: θνητός

Σχετικές λέξεις: θνητός

θνητός γεγονώς άνθρωπε μη φρόνει μέγα, δαίμονας θνητός, κοινός θνητός, θνητός ετυμολογια

Συνώνυμα: θνητός

θανάσιμος

Μεταφράσεις: θνητός

θνητός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mortal, a mortal, mortal man, mere mortal

θνητός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
persona, mortal, mortales, terrenal, los mortales

θνητός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tödlich, mensch, person, einzelwesen, einzelperson, individuum, sterblich, sterbliche, sterblichen, Sterblicher, tödliche

θνητός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
individu, mortel, meurtrier, épouvantable, fatal, terrible, effroyable, redoutable, personne, mortelle, mortels, mortelles, des mortels

θνητός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mortale, micidiale, letale, mortali, mortal, terrena

θνητός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
indivíduo, sujeito, pessoa, personagem, mortal, mortais

θνητός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
snuiter, sujet, vent, knul, kerel, menselijk, persoon, enkeling, moorddadig, individu, personage, dodelijk, sterfelijk, sterveling, sterfelijke, stoffelijk

θνητός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
персона, смертный, личность, ужасный, скучнейший, личный, смертельный, человек, смертным, смертны, смертен, смертного

θνητός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dødelig, individ, dødelige, jordiske, jorde, jordisk

θνητός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dödlig, dödliga, jordiska, dödligt, dödligas

θνητός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuolettava, yksilö, kuolevainen, ihminen, tappava, henkilö, kuolevaisen, kuolevaisten, kuolevaisuuden, kuolevaisuudessa

θνητός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dødelig, person, dødelige, jordiske, dødeligt, jordisk

θνητός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smrtelník, smrtelný, hrozný, vražedný, osudný, smrtelné, smrtelná, smrtelní

θνητός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
straszliwy, śmiertelny, śmiertelnik, śmiertelne, śmiertelnym, śmiertelna

θνητός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
halandó, halálos, földi, a halandó, halandói

θνητός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öldürücü, birey, ölümlü, ölümcül, mortal, fani, ölüm

θνητός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шматочки, смертний, смертна, уже смертний, смертну

θνητός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i vdekshëm, vdekshëm, vdekshme, e vdekshme, të vdekshëm

θνητός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
човек, смъртен, смъртна, смъртно, смъртни, смъртоносна

θνητός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чалавек, смяротны, сьмяротны, смяротных, са смяротных

θνητός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
surelik, sureliku, surelikud, surelikus, surelikku

θνητός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smrtnik, smrtan, čovjek, snažan, smrtni, smrtno, smrtna

θνητός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dauðlegur, banvænn, dauðlega, banvæn, maðurinn, dauðleg

θνητός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
letifer

θνητός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asmuo, žmogus, mirtingasis, mirtingojo, mirtingas, mirtingųjų, marusis

θνητός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mirstīgais, persona, cilvēks, mirstīgs, mirstīgo, mirstīgi, mirstīga

θνητός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
смртник, смртното, смртниот, смртен, смртна

θνητός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mortal, muritor, muritoare, moarte, de moarte

θνητός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
smrtnik, mortal, umrljivi, smrten

θνητός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
smrteľný, smrteľné, smrteľná, fatálny, smrtelný
Τυχαίες λέξεις