Opieszały στα ελληνικά
Μετάφραση: opieszały, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαλαρός, λάσκος, μπόσικος, καθυστερημένος, αργοκίνητος, βραδυκίνητος, βραδύς, καθυστερημένη, μη έγκαιρη, καθυστερημένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- charakterystycznie στα ελληνικά - χαρακτηριστικά, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικώς
- dekompresja στα ελληνικά - αποσυμπίεσης, αποσυμπίεση, ανάγκη αποσυμπίεσης, την αποσυμπίεση, αποσυμπιέσεως
- dominacja στα ελληνικά - κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, επικράτηση
- haust στα ελληνικά - κούνια, καταπίνω, κουνώ, βύθισμα, καταρροφώ, swig, Γουλιά, ...
Τυχαίες λέξεις
Opieszały στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαλαρός, λάσκος, μπόσικος, καθυστερημένος, αργοκίνητος, βραδυκίνητος, βραδύς, καθυστερημένη, μη έγκαιρη, καθυστερημένα
Μεταφράσεις: χαλαρός, λάσκος, μπόσικος, καθυστερημένος, αργοκίνητος, βραδυκίνητος, βραδύς, καθυστερημένη, μη έγκαιρη, καθυστερημένα