Ostemplowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: ostemplowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γραμματόσημο, χαρτόσημα, σφράγιση, σφραγίζοντας, σφράγισης, σφραγίδα, αποτύπωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autorytaryzm στα ελληνικά - απολυταρχισμός, αυταρχισμό, αυταρχισμού, τον αυταρχισμό, απολυταρχισμό
- cynizm στα ελληνικά - κυνισμός, κυνισμό, κυνισμού, τον κυνισμό, ο κυνισμός
- dwuwypukły στα ελληνικά - αμφίκυρτα, αμφίκυρτο, αμφίκυρτου, αμφίκυρτων, αμφίκυρτο με
- interdykt στα ελληνικά - απαγορεύω, αποκλείω, απαγόρευση, αποκλεισμός
Τυχαίες λέξεις
Ostemplowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γραμματόσημο, χαρτόσημα, σφράγιση, σφραγίζοντας, σφράγισης, σφραγίδα, αποτύπωσης
Μεταφράσεις: γραμματόσημο, χαρτόσημα, σφράγιση, σφραγίζοντας, σφράγισης, σφραγίδα, αποτύπωσης