Oszachrować στα ελληνικά
Μετάφραση: oszachrować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φενακίζω, ζαβολιάρης, κλέβω, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Μεταφράσεις
- areometr στα ελληνικά - υδρόμετρο, αραιόμετρο, υδρομέτρου, υδρόμετρου, του υδρόμετρου
- defektowy στα ελληνικά - ελαττωματικός, ελλειπτικός, ένα ελαττωματικό, ελαττωματικό, ελαττωματική, σε ελαττωματικό, ελαττωματικού
- glejta στα ελληνικά - λιθάργυρος, λιθάργυρο
- imputować στα ελληνικά - αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, καταλογίσει την, εμφάνισης τεκμαρτού
Τυχαίες λέξεις
Oszachrować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φενακίζω, ζαβολιάρης, κλέβω, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Μεταφράσεις: φενακίζω, ζαβολιάρης, κλέβω, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει