Λέξη: αθροιστικός

Σχετικές λέξεις: αθροιστικός

αθροιστικός πονοκέφαλος

Συνώνυμα: αθροιστικός

αθροιζών

Μεταφράσεις: αθροιστικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cumulative, accumulative, aggregate, summation
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acumulativo, acumulativa, acumulativos, acumulado, acumulada
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anwachsend, geballt, gesamt, steigernd, Sammel, akkumulativen, kumulative, Akkumulations, kumulativen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cumulatif, accumulation, cumulative, cumulé, accumulative
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accumulativo, cumulativo, cumulativa, accumulativi, accumulative
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acumulativo, cumulativo, acumulativa, acumulado, cumulativa
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
accumulerend, cumulatief, cumulatieve, accumulerende, accumulatieve
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
совокупный, кумулятивный, накопленный, накопительный, накопительная, аккумулятивный
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
accumulative, akkumulerte, akkumulativ, akkumulative, akkumuler
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ackumulativa, ackumulerande, ackumulativ, ackumulerade, ackumulerbara
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kasautuva, kasautunut, kumulatiivinen, akkumulatiivinen, kertyviä, kertyvä, kertyvät, kertyvien
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
akkumulerende, kumulative, kumulativ, akkumulative, akkumulerede
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kumulativní, akumulační, akumulativní, akumulaãní, bioakumulativní
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kumulacyjny, łączny, kumulatywny, skumulowany, zbiorczy, akumulacyjny, akumulacyjne
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
halmozódó, fokozódó, felhalmozott, tároló, felhalmozódó, akkumulatív, halmozódnak
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birikmiş, birikimli, akümülatif, biriktirici, birikim
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нагромаджений, сукупний, кумулятивний, кумулятивне
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
akumulues, akumuluese, grumbulluar, i grumbulluar, akumulative
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кумулативен, акумулативният, набирателна, акумулиращ, акумулативен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кумулятыўны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kumulatiivne, kuhjuv, akumuleeruvad, accumulative, akumulatiivsed
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
akumulativan, akumulativni, accumulative, akumulativna, akumulativne
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
accumulative
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaupiamasis, besikaupiančia, kaupiamoji, besikaupiančios, akumuliaciniai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieaugošs, uzkrājošs, bioakumulatīvas, akumulējošas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акумулаторска, кумулативен, акумулативни, акумулациска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acumulativ, acumulative, cumulativ, acumulativă, acumulativă și
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kumulativní, accumulative, akumulacijski, nabirajo, zelo bioakumulativni, bioakumulativni
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kumulatívne, kumulatívny, kumulatívna, kumulatívnej, kumulatívnych
Τυχαίες λέξεις