Otyły στα ελληνικά
Μετάφραση: otyły, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύσαρκος, τροφαντός, παχύσαρκος, παχύσαρκα, παχύσαρκοι, παχύσαρκους, παχύσαρκων
Μεταφράσεις
- bezokolicznikowy στα ελληνικά - απαρεμφάτου, του απαρεμφάτου
- cezura στα ελληνικά - τομή, caesura
- chloryn στα ελληνικά - χλωρίτη, χλωριώδες, χλωριώδους, χλωριωδών, χλωριώδους άλατος
- dochodowy στα ελληνικά - επικερδής, πληρωτέος, αποδοτικός, προσοδοφόρα, προσοδοφόρες, επικερδείς, κερδοφόρα
Τυχαίες λέξεις
Otyły στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύσαρκος, τροφαντός, παχύσαρκος, παχύσαρκα, παχύσαρκοι, παχύσαρκους, παχύσαρκων
Μεταφράσεις: εύσαρκος, τροφαντός, παχύσαρκος, παχύσαρκα, παχύσαρκοι, παχύσαρκους, παχύσαρκων