Pieczętować στα ελληνικά
Μετάφραση: pieczętować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φώκια, βούλα, χαρτόσημα, γραμματόσημο, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Μεταφράσεις
- bierzmowanie στα ελληνικά - επιβεβαίωση, επιβεβαίωσης, την επιβεβαίωση, επιβεβαίωση της, βεβαίωση
- bluźnierczy στα ελληνικά - βλάσφημος, βλάσφημο, βλάσφημη, βλάσφημες, βλάσφημα
- dogadzać στα ελληνικά - εκμαυλίζω, ικανοποιώ, εντρυφώ, παρακαλώ, ευχαριστώ, παραχαϊδεύω, περιποιηθείτε, ...
- imbecyl στα ελληνικά - βλαξ, ηλίθιος, βλάκα, ανόητος, ανόητο
Τυχαίες λέξεις
Pieczętować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φώκια, βούλα, χαρτόσημα, γραμματόσημο, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Μεταφράσεις: φώκια, βούλα, χαρτόσημα, γραμματόσημο, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης