Λέξη: φουντάρω

Σχετικές λέξεις: φουντάρω

φουντάρω ετυμολογία

Μεταφράσεις: φουντάρω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
founder, fountaro
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fundador, fountaro
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gründer, gießer, begründer, begründerin, gründerin, fountaro
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fondateur, fondeur, sombrer, fountaro
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fondatore, fountaro
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fountaro
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fountaro
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ламинит, основоположник, литейщик, учредитель, зачинатель, основатель, охрометь, создатель, оседать, затонуть, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fountaro
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fountaro
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perustaja, luhistua, kompastua, vajota, upota, fountaro
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fountaro
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kovolitec, tavič, zakladatel, slévač, fountaro
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fundator, twórca, ochwat, pomysłodawca, wytapiacz, założyciel, odlewnik, fountaro
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
patagyulladás, adományozó, olvasztár, alapító, fountaro
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fountaro
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
впасти, осідати, фундатор, засновник, упасти, fountaro
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fountaro
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
основателя, fountaro
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
fountaro
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asutaja, valaja, fountaro
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osnivački, osnivača, utemeljitelja, osnivač, fountaro
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fountaro
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fundator, creator
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įkūrėjas, fountaro
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fountaro
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
fountaro
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fondator, fountaro
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fountaro
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fountaro
Τυχαίες λέξεις