Pion στα ελληνικά
Μετάφραση: pion, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάθετος, σταθμίζω, βολίδα, πέφτουν κατακόρυφα, κατρακυλούν, πέσει κατακόρυφα, κατακόρυφη πτώση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autograf στα ελληνικά - αυτόγραφο, υπογραφή, αυτόγραφό, το αυτόγραφό, αυτόγραφου, το αυτόγραφο
- diadem στα ελληνικά - κορόνα, κορώνα, στέμμα, θήκη, τιάρα, tiara, τιάρας, ...
- foto στα ελληνικά - φωτογραφία
- instytucja στα ελληνικά - θεσμός, διοργάνωση, ίδρυμα, οργάνωση, ίδρυση, όργανο, φορέα, ...
Τυχαίες λέξεις
Pion στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάθετος, σταθμίζω, βολίδα, πέφτουν κατακόρυφα, κατρακυλούν, πέσει κατακόρυφα, κατακόρυφη πτώση
Μεταφράσεις: κάθετος, σταθμίζω, βολίδα, πέφτουν κατακόρυφα, κατρακυλούν, πέσει κατακόρυφα, κατακόρυφη πτώση