Λέξη: γραφειοκράτης

Σχετικές λέξεις: γραφειοκράτης

γραφειοκράτης σημασία

Μεταφράσεις: γραφειοκράτης

γραφειοκράτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bureaucrat, a bureaucrat

γραφειοκράτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
burócrata, burocrático, burócrata de, burócratas, burócrata del

γραφειοκράτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bürokrat, Bürokrat, Bürokraten, bürokratischen, bureaucrat, Beamter

γραφειοκράτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bureaucrate, fonctionnaire, bureaucrates, bureaucratique, bureaucrate de

γραφειοκράτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
burocrate, burocratico, burocrati, burocrate di, burocratica

γραφειοκράτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
burocrata, burocratas, bureaucrat, burocrata do, burocrático

γραφειοκράτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bureaucraat, bureaucrat, bureaucraten, bureaucratisch

γραφειοκράτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бюрократ, чинуша, канцелярист, чиновник, бюрократом, бюрократа, чиновником

γραφειοκράτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
byråkrat, bureaucrat, byråkraten

γραφειοκράτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
byråkrat, byråkraten, bureaucrat

γραφειοκράτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
byrokraatti, byrokraatin, byrokraattina, byrokraatteja, byrokraattien

γραφειοκράτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bureaukrat, bureaucrat, bureaukraten, bureaukrater

γραφειοκράτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
byrokrat, úředník, byrokrata, bureaucrat

γραφειοκράτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
służbista, biurokrata, biurokratą, bureaucrat, biurokraty, biurokratę

γραφειοκράτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bürokrata, hivatalnok, bürokratát, bürokraták

γραφειοκράτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bürokrat, bürokratı, bir bürokrat, bürokratın, bureaucrat

γραφειοκράτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чиновник, бюрократ

γραφειοκράτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
burokrat, burokrati, burokrat të, të burakratit, burakratit

γραφειοκράτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бюрократ, чиновник, бюрократите, бюрократ от

γραφειοκράτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бюракрат, чыноўнік

γραφειοκράτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
bürokraat, bureaucrat, byrokraatti, bürokraadi

γραφειοκράτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
birokrata, Birokrat, bureaucrat, činovnik, birokratom

γραφειοκράτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bureaucrat

γραφειοκράτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
biurokratas, bureaucrat, biurokratu

γραφειοκράτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
birokrāts, bureaucrat, birokrātam

γραφειοκράτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бирократ, бирократот, чиновничка, бирократ во, бирократ од

γραφειοκράτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
birocrat, bureaucrat, birocratul, birocrat de, de birocrat

γραφειοκράτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
birokrat, birokrata, bureaucrat

γραφειοκράτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
byrokrat, byrokratom
Τυχαίες λέξεις