Pokonywać στα ελληνικά
Μετάφραση: pokonywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεπερνώ, υποτάσσω, νικώ, κατακτώ, δέρνω, νικημένος, χτυπώ, ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ξεπεράσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- drażnienie στα ελληνικά - ερεθισμός, ερεθισμό, ερεθισμού, ερεθισμό του, τον ερεθισμό
- falsyfikacja στα ελληνικά - πλαστός, κάλπικος, κίβδηλος, παραποίηση, παραποίησης, πλαστογράφηση, πλαστογράφησης, ...
- hermeneutyczny στα ελληνικά - ερμηνευτική, ερμηνευτικές, ερμηνευτικό, ερμηνευτικών, ερμηνευτικής
- hulajnoga στα ελληνικά - βέσπα, σκούτερ, scooter, μηχανικό δίκυκλο, πατίνι, δίκυκλο
Τυχαίες λέξεις
Pokonywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεπερνώ, υποτάσσω, νικώ, κατακτώ, δέρνω, νικημένος, χτυπώ, ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ξεπεράσει
Μεταφράσεις: ξεπερνώ, υποτάσσω, νικώ, κατακτώ, δέρνω, νικημένος, χτυπώ, ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ξεπεράσει