Λέξη: αφηνιάζω
Σχετικές λέξεις: αφηνιάζω
αφηνιάζω συνωνυμα, αφηνιάζω ετυμολογία
Συνώνυμα: αφηνιάζω
τρέχω, τρέχω εν εξάψει, θορυβώ
Μεταφράσεις: αφηνιάζω
αφηνιάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bolt, rampage
αφηνιάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
clavija, acerrojar, alboroto, Rampage, masacre, alboroto de, furia
αφηνιάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blitz, bolzen, ballen, schraube, durchgehen, riegel, ausreißen, Randale, Amoklauf, rampage, randalieren, Raubzug
αφηνιάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éclair, évasion, s'emporter, targette, bâcle, flèche, pêne, foudre, boulon, verrou, fuite, piton, fugue, verrouiller, déchaînement, Rampage, saccage, rage, carnage
αφηνιάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiavistello, dardo, bullone, catenaccio, saetta, furia, Rampage, tutte le furie, furie, le furie
αφηνιάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parafuso, peneirar, alvoroço, tumulto, esbravejar, Rampage, agitação
αφηνιάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bliksem, afgrendelen, grendelen, rampage, uitzinnigheid, tekeer, rooftocht, losgeslagen
αφηνιάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
убегать, грохотить, запор, удрать, шкворень, понести, улепетывать, защелка, помчаться, болт, улепетнуть, глотать, рассматривать, рулон, затвор, кусок, буйство, Rampage, неистовствовать, ярость, неистовство
αφηνιάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rampage, berserkgang, berserk, amok, herjinger
αφηνιάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skena, framfart, Rampage, raseri, härjningståg, raseriet
αφηνιάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
salvata, lukita, pölli, vasama, ummistaa, pultti, riehua, Rampage, raivon, raivo
αφηνιάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krigsstien, rampage, amok, hærgen
αφηνιάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zástrčka, šipka, závora, útěk, zuření, rampage, běsnění, řádění, hnát
αφηνιάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaryglować, bolec, rygiel, ucieczka, rzucić, wypaść, wpaść, zasuwa, drapak, antaba, pytlować, rzucać, rozbrykać, czmychnąć, drapnięcie, zasuwać, szał, szaleć, rampage, szaleństwo, się szaleństwo
αφηνιάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
retesz, zárnyelv, rigli, tombolás, Rampage, tombol, düh, tombolása
αφηνιάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tantana, rampage, öfke, saldırısı, ne olursa
αφηνιάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
понести, блискавиця, рулон, утеча, шворінь, болт, буйство, буяння
αφηνιάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
inat, tërbim, Tërbimi, Rampage, turr
αφηνιάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
болт, вилнеене, силна възбуда, вилнеят, Rampage, възбуда
αφηνιάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
блiскавiца, буянства, буйства, буянасьць, бушаванне
αφηνιάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rull, kugistama, välk, märatsema, Rampage, Sööt, ringi tormama
αφηνιάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
blokirati, munja, vijak, zasun, divljanje, Rampage, bjesniti, divljati, bešnjenje
αφηνιάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Rampage
αφηνιάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
siautėti, siautėti ir, Rampage, siautėjimas, siautulys
αφηνιάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trakot, Rampage, trakulība, plosīties, niknums
αφηνιάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дивеење, пукотницата, дивеењето, масакрот, лутина
αφηνιάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ieșire violentă, rampage, Rampag, furibunde, dezlănțuit
αφηνιάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čep, zapah, rampage, divjanja, Bešnjenje, divjanja se, bes
αφηνιάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ujsť, západka, závora, ZUREN
Τυχαίες λέξεις