Pomawiać στα ελληνικά

Μετάφραση: pomawiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποπτεύομαι, κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν
Pomawiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • desperat στα ελληνικά - κακούργος, τολμηρός, Desperado, ντεσπεράντο, το Desperado
  • dociśnięcie στα ελληνικά - πάτημα, πιέζοντας, πατώντας, πίεση, το πάτημα
  • drżenie στα ελληνικά - τρεμούλα, συγκίνηση, τουρτουρίζω, ριγώ, ταραχή, τρεμούλιασμα, δόνηση, ...
  • intranet στα ελληνικά - ενδοδίκτυο, ενδοδικτύου, εσωτερικού δικτύου, εσωτερικό δίκτυο
Τυχαίες λέξεις
Pomawiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποπτεύομαι, κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν